Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάστολας — ο 1. αυλάκι που χωρίζει αγρούς 2. η απόσταση ανάμεσα σε κλήματα φυτεμένα στη σειρά … Dictionary of Greek
διαστολάς — διαστολά̱ς , διαστολή drawing asunder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)